μνήμων

μνήμων
-ον (ΑΜ μνήμων, -ον, Α δωρ. τ. μνάμων)
1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.)
2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που δεν λησμονεί («μνήμων τ' Ἐρινὺς καὶ τελεσφόρος Δίκη, - μνήμονες τῶν μεγάλων ὑπηρεσιών», Σοφ.)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μνήμονες
(στην εποχή τού κυβερνήτη Καποδίστρια) αξιωματούχοι επιφορτισμένοι με τη σύνταξη συμβολαίων και ορισμένων άλλων νομικών πράξεων
μσν.-αρχ.
σύμβουλος
αρχ.
1. αυτός που θυμίζει σε κάποιον κάτι
2. ως ουσ. α) ὁ μνήμων και μνάμων
(στους Δωριείς τής Σικελίας) ο υπεύθυνος συμποσίου («οἱ γὰρ ἐν Σικελίᾳ Δωριεῑς, ὡς ἔοικε, τὸν ἐπίσταθμον μνάμονα προσηγόρευον», Πλούτ.)
β) υπάλληλος ο οποίος κατέγραψε τίτλους ή μεταβιβάσεις τίτλων
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) αστικοί υπάλληλοι, επιστάτες οι οποίοι διατηρούσαν στη μνήμη γεγονότα ως ένα είδος γραμματέων-χρονογράφων («ἱερομνήμονες καὶ ἐπιστάται καὶ μνήμονες καὶ τούτοις ἄλλα ὀνόματα σύνεγγυς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη- τού μι-μνή-σκω + κατάλ. -μων (πρβλ. ελεή-μων, νοή-μων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μνήμων — mindful masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμων — mindful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνημῶν — Μνήμη remembrance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνημῶν — μνήμη remembrance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνᾶμον — μνήμων mindful masc/fem voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνήμονα — Μνήμων mindful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμονα — μνήμων mindful masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνήμονας — Μνήμων mindful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμονας — μνήμων mindful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνήμονες — Μνήμων mindful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”